καθαρότης

καθαρότης
2514 καθαρότης
{сущ., 1}
чистота (Евр. 9:13).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καθαρότης" в других словарях:

  • καθαρότης — purity fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρότησι — καθαρότης purity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρότητα — καθαρότης purity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρότητας — καθαρότης purity fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρότητες — καθαρότης purity fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρότητι — καθαρότης purity fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρότητος — καθαρότης purity fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκρίνεια — η (ΑΜ εὐκρίνεια, Μ και εὐκρινία) [ευκρινής] 1. η ιδιότητα τού ευκρινούς, η διαύγεια, η καθαρότητα 2. (για έκφραση και ύφος) η ενάργεια, η σαφήνεια («εὐκρίνεια καὶ καθαρότης», Ερμογ.) αρχ. 1. το ευδιάκριτο τού περιγράμματος 2. καθαρή, σαφής… …   Dictionary of Greek

  • καθαρότητα — και καθαρότη, η (AM καθαρότης) [καθαρός] 1. η ιδιότητα τού καθαρού, καθαριότητα 2. διαύγεια, αιθρία, λαμπεράδα (α. «καθαρότητα τής ατμόσφαιρας» β. «ἧπερ ἀὴρ τε ὕδατος ἀφέστηκε καὶ αἰθὴρ ἀέρος πρὸς καθαρότητα», Πλάτ.) 2. (για μέταλλα κ.ά. ύλες) η… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՔՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0233 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c, 13c գ. καθαριότης, καθαρότης, καθαρισμός, τὸ καθαρόν purgatio, mundities, puritas. Մաքուր գոլն. սրբութիւն. յստակութիւն. պարզութիւն. եւ Մաքրումն. մաքրելն, իլն. ...… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»